- ναυαγεῖ
- ναυᾱγεῖ , ναυαγέωsuffer shipwreckpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ναυᾱγεῖ , ναυαγέωsuffer shipwreckpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναυαγώ — (ΑΜ ναυαγῶ, έω, Α ιων. τ. ναυηγῶ) [ναυαγός] 1. (για πλοίο) γίνομαι ναυάγιο, βουλιάζω, καταποντίζομαι, ή εξοκέλλω και χάνω οριστικά την ικανότητα πλεύσης 2. (για πρόσ.) βρίσκομαι πάνω σε πλοίο που ναυαγεί νεοελλ. μτφ. (για πρόσ. ή ενέργ.)… … Dictionary of Greek